μεγαλοφυεῖς

μεγαλοφυεῖς
μεγαλοφυής
of noble nature
masc/fem acc pl
μεγαλοφυής
of noble nature
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 …   Dictionary of Greek

  • πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλείδης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας των Ελλήνων που κατοικούσαν στα Μύλαδα της Καρίας (αρχές 6ου – μέσα 5ου αι. π.Χ.). Όταν έγινε η επανάσταση των ιωνικών πόλεων το 489 π.Χ, ο Η. τέθηκε επικεφαλής των επαναστατών, κυρίευσε την οδό προς τα… …   Dictionary of Greek

  • Θουκυδίδης — (Αλιμούς, Αττική 460; – 400; π.Χ.). Αθηναίος ιστορικός και στρατηγός του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο πατέρας του, Όλορος, πιθανολογείται ότι ήταν απόγονος του ομώνυμου βασιλιά της Θράκης. Σε νεαρή ηλικία ο Θ. δέχτηκε την επίδραση της φιλοσοφίας… …   Dictionary of Greek

  • Κιν, Έντμουντ — (Edmound Kean, Λονδίνο 1789 – Ρίτσμοντ 1833). Άγγλος ηθοποιός του θεάτρου. Σε ηλικία επτά ετών έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο ως παιδί θαύμα. Η σταδιοδρομία του άρχισε περίπου το 1805, με την ερμηνεία έργων του Σαίξπηρ. Ο Κ. είχε βίαιο… …   Dictionary of Greek

  • Λομονόσοφ, Μιχαήλ Βασίλιεβιτς — (Mikhail Vasilyevich Lomonosov, Ντενίσοβκα, Αρχάγγελος 1711 – Αγία Πετρούπολη 1765). Ρώσος επιστήμονας και λόγιος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε πρώτα στη γενέτειρά του και στη συνέχεια σε διάφορα ρωσικά και γερμανικά πανεπιστήμια. Το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”